- ἐφέστιοι
- ἐφέστιοςat one's own firesidemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… … Dictionary of Greek
λάρητες — (Lares). Πρόσωπα της ρωμαϊκής μυθολογίας. Ήταν τα πνεύματα προστασίας ενός ορισμένου τομέα της ζωής. Στον χώρο του σπιτιού δρούσαν οι εφέστιοι Λ. (lares familiares) οι οποίοι λατρεύονταν σε μία κόγχη με την ονομασία lararium που βρισκόταν στο… … Dictionary of Greek
Πενάτες — Οικιακές θεότητες των Ρωμαίων. Κάθε οικογένεια είχε τους δικούς της Π., τους οποίους κληρονομούσε μαζί με την πατρική περιουσία. Το όνομα Π. συνδέεται με τη λέξη penus (ή penetral), όρο που δήλωνε τα εσώτατα του σπιτιού και το μέρος όπου… … Dictionary of Greek
ερκείος — ἑρκεῑος, ον και ἑρκεῑος, α ον (Α) [έρκος] 1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῑαι πύλαι, θύραι» οι πύλες, οι θύρες τής αυλής, Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» στον στύλο τής στέγης τού σπιτιού … Dictionary of Greek
κτήσιος — Προσωνυμία του Δία ως προστάτη της ατομικής περιουσίας. Ο Κ. Δίας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην Αττική υπήρχε βωμός στον δήμο Φλύας και ένα λατρευτικό κέντρο στον Πειραιά. Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι θυσίαζαν ένα λευκό… … Dictionary of Greek
εφέστιος — α, ο αυτός που βρίσκεται στην εστία ή είναι για την εστία: Εφέστιοι θεοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)